κροτίδα

κροτίδα
η
1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο
2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα
3. μικρό άνοιγμα σε βράχο, τοίχο ή άλλο μέρος στο οποίο τοποθετείται δυναμίτης για να προκληθεί ανατίναξη ή διάρρηξη
4. μεταλλική θήκη που περιέχει εκρηκτική ύλη
5. ακουστικό σήμα που χρησιμοποιείται στους σιδηροδρόμους για να βεβαιωθεί με ασφάλεια η απόλυτη στάθμευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος. Η λ., στον λόγιο τ. κροτίς, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κροτίδα — η μικρό πυροτέχνημα, η ανάφλεξη του οποίου προκαλεί επανειλημμένες εκρήξεις με κρότο, τρακατρούκα, βαρελότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… …   Dictionary of Greek

  • βαρελότο — το (λ. ιταλ.), η κροτίδα: Η αστυνομία απαγόρεψε τα βαρελότα στην Ανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στράκα — η 1. κρότος. 2. κροτίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρακατρούκα — τρακατρούκα, η και στρακαστρούκα, η 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει αλλεπάλληλους εκρηχτικούς κρότους, κροτίδα, βαρελότο. 2. μτφ., πληθ., τρακατρούκες, οι απειλές ή υποσχέσεις απραγματοποίητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”